Ρεβεκκα
Από Ρεβέκκα
Είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν με τον αγαπημένο μου, στην άυλη ενός γειτονικού μου σπιτιού. Είχα ζώσει τα γυμνά μου ποδιά γύρω από τη μέση του. Εκείνος με ακούμπησε απαλά, πάνω στο πέτρινο νεροχύτη τής άυλης, ανάσκελα. Το κεφάλι μου ακούμπησε πάνω σε ένα πετραδάκι και ένιωσα ένα ελαφρύ πόνο, που εξαφανίστηκε αμέσως. Τον κοίταξα στο πρόσωπο και μου χαμογέλασε. Του χαμογέλασα κι εγώ, χωρίς να φανούν οι οδοντοστοιχίες μας. Μετά από λίγο, σηκώθηκα, είδα τη μητέρα του, και μου ζήτησε ένα μαχαίρι να κόψει ψωμί. Εγώ έψαχνα σε μια άσπρη πλαστική θήκη να βρω το κατάλληλο. Βρήκα ένα που είχε μαύρη γυαλιστερή λαβή και ένα χρυσό δακτύλιο. Ήταν όμως κατά τόπους, σκουριασμένο και κάπως θαμπό. Δίσταζα να τής το δώσω, εκείνη το πήρε από τα χεριά μου γρήγορα και βιαστικά. Είδα να κάνει τη κίνηση κοψίματος του ψωμιού, το ψωμί δεν το είδα. Πάνω σε ένα παλιό, μικρο ξύλινο τραπέζι. Το μαχαίρι έμοιαζε περισσότερο, αλείμματος, παρά κοπής. Τι σημαίνει όλο αυτό;